απολυτήριος

απολυτήριος
α, ο [ος , ον ] выпускной;

απολυτήριες εξετάσεις — выпускные экзамены


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "απολυτήριος" в других словарях:

  • απολυτήριος — α, ο [απολύω] 1. (για εξετάσεις) αυτός που διεξάγεται για την αποφοίτηση από σχολή, με τη λήξη των σπουδών 2. το ουδ. ως ουσ. το απολυτήριο (εκπαιδ. στρ.) αποδεικτικό αποφοίτησης, εκπλήρωσης θητείας …   Dictionary of Greek

  • απολυτήριος — α, ο 1. αυτός που έχει σκοπό την απόλυση ή που γίνεται σ αυτή: Οι απολυτήριες εξετάσεις των λυκείων θα γίνουν από τις δέκα ως τις είκοσι Ιουνίου. 2. το ουδ. ως ουσ., το απολυτήριο το έγγραφο που δείχνει πως κάποιος εκτέλεσε μιαν υποχρέωσή του ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»